Αγίου Νικοδήμου Αγιορείτου
Κάθε μέρα πρέπει να στοχάζεσαι και από ενα.
ΗΜΕΡΑ 1. Περί τής αξίας τής σωτηρίας.
Α΄. Η σωτηρία μου είναι μία πραγματεία όλη ιδικήν μου εάν εγώ δέν έχω έννοιαν δι αυτήν, ποίον άλλον εννοιάζει δι εμέ;
Β΄. Είναι πραγματεία ιδική μου, όλης τής ψυχής μου καί όλου τού σώματός μου εάν εγώ δέν τήν βεβαιώσω, ποίος τήν βεβαιώνει δι εμέ;
Γ΄. Είναι πραγματεία δι όλους τούς αιώνας· εάν εγώ δέν τήν ενεργήσω, ποίος τήν ενεργεί δι εμέ; Τί κάμνω λοιπόν; ιατί δέν προσέχω όλος εις τήν σωτηρίαν ταύτην τής ψυχής μου; Άλλο δέν έχω καλλίτερον από αυτήν τήν ψυχήν άλλο δέν έχω αξιώτερον από αυτήν τήν αθάνατον ψυχήν καί λοιπόν εάν τήν χάσω μίαν φοράν, έχασα αιωνίως τό πάν αγαθόν. Πρόσφερε εις τήν Αγίαν Τριάδα διά μέσου τής Παρθένου καί τού Αγγέλου όπου σέ φυλάττει καί τού συνωνύμου σου ή άλλου Αγίου, τόν οποίον έχεις προστάτην, πάσαν επιχείρησίν σου, διά νά γίνεται αύτη εις δόξαν Θεού καί σωτηρίαν τής ψυχής σου.
ΗΜΕΡΑ 2. Περί τού αβεβαίου τής ώρας τού θανάτου.
Α΄. Εδόθη απόφασις χρειάζεται νά αποθάνω, αλλά δέν ηξεύρω τόν καιρόν ημπορώ νά αποθάνω εις ταύτην τήν ημέραν, εις ταύτην τήν ώραν.
Β΄. Αλλά δέν ηξεύρω τόν τόπον ημπορώ νά αποθάνω ή εκεί όπου κοιμώμαι, ή εκεί όπου περιπατώ, ή εκεί όπου στέκομαι καί εις κάθε άλλον τόπον, όπου διατρίβω.
Γ΄. Αλλά δέν ηξεύρω τόν τρόπον ημπορεί νά αποθάνω αδιόρθωτος εις ταύτην ή εις εκείνην τήν αμαρτίαν καί αμαρτάνω μέ τόσην χαράν καί αφοβίαν; Καί μεταπίπτω μέ τόσην ευκολίαν; Καί δέν φεύγω πάσαν αιτίαν αμαρτίας; Ποία πίστις είναι η ιδικήν μου; Κάμνε απόφασιν νά μή χάσης τόν καιρόν διότι ο καιρός είναι ένα μέγα μέσον διά νά ζήσης εναρέτως, νά έχης διορισμένας τάς πράξεις τής ημέρας. Εκείνη η ώρα τήν οποίαν χάνεις, ημπορεί νά είναι η ύστερη ώρα τής ζωής σου καί εκείνη η ώρα, τήν οποίαν επιχειρίζεσαι καλά, ημπορεί νά σού προξενήση τήν αιώνιον σωτηρίαν τής ψυχής σου.
ΗΜΕΡΑ 3. Περί τής ειδήσεως τού θανάτου.
Α΄. Άν δέν αποθάνω από έναν αιφνίδιον θάνατον, θέλω λάβει εις ένα καιρόν τήν είδησιν διά νά διορθωθώ καί ίσως τότε νά έχω καιρόν διά νά εξομολογηθώ αλλά μέ βίαν τότε ημπορώ νά ομιλήσω από τό βάρος τής αρρωστείας;
Β΄. Ίσως νά έχω νούν διά νά εξετασθώ αλλά μετά βίας τότε ημπορώ νά είμαι εις τόν εαυτόν μου από τόν φόβον.
Γ’. Ίσως νά έχω καρδίαν διά νά κάμνω καλήν μετάνοιαν αλλά τότε έχω τήν συνείδησίν μου μπερδεμένην από τόσας αμαρτίας· ώ Θεέ μου, τί θέλω κάμνει; Έχε πάντοτε ευπρεπισμένην τήν ψυχήν σου καί βγάλε πάσαν αιτίαν ελέγχου συνειδήσεως· έχε έναν καλόν πνευματικόν καί μή χάσης τούτον τόν καιρόν όπου σού δίδει ο Θεός, διά νά διορθωθής μίαν φοράν αληθινά.
ΗΜΕΡΑ 4. Περί ετοιμασίας εις τον θάνατον.
Α΄. Τί πρέπει νά κάμνω, διά νά αποθάνω καλά; Εκείνα τά καλά όπου εκείνην τήν ώραν θέλω νά έχω κατορθωμένα.
Β΄. Εκείνα όπου δέν ημπορώ ίσως νά κάμνω εις εκείνην τήν ώραν.
Γ΄. Εκείνα όπου έπρεπε νά κάμνω αναγκαίως εις εκείνην τήν ώραν μετάνοιαν αληθινήν τών αμαρτιών μου πράξεις εσωτερικάς συντριβής φυγήν γενναίαν τών αιτιών κάθε αμαρτίας. Ανάμεσα εις τάς πράξεις ταύτης τής ημέρας, στοχάσου τόν θάνατον, μετανοώντας τάς αμαρτίας σου καί αποφασίζοντας νά δουλεύσης τόν Θεόν κατά τήν τάξιν σου.
ΗΜΕΡΑ 5. Περί τής καταστάσεως τού αποθνήσκοντος.
Α΄. Αι περασμέναι αμαρτίαι τόν θλίβουν, διότι εις αυτάς δέν μετενόησε καθώς πρέπει.
Β΄. Η παρούσα κατάστασις τόν πικραίνει διότι βλέπει τόσους κινδύνους καί δέν έχει πώς νά τούς φύγη.
Γ΄. Τόν φοβίζει η μέλλουσα ζωή, διότι έχοντας έμπροσθέν του τήν αιωνιότητα, δέν ηξεύρει εις ποίαν από τάς δύο έχει νά υπάγη, εις απόλαυσιν ή εις κόλασιν. Τρέμουν οι δίκαιοι, τί θέλω κάμνει εγώ ο τρισάθλιος αμαρτωλός; Εξομολογήσου εις ταύτην τήν ημέραν, άν είσαι βέβαιος, ή άν αμφιβάλλης πώς έχεις ανεξομολόγητον καμμίαν αμαρτίαν θανάσιμον. Καί άν σού φαίνεται πώς είσαι εις τήν χάριν τού Θεού, ευχαρίστησέ Τον καί παρακάλεσέ Τον νά σέ διαφυλάττη έτσι έως τέλους.
ΗΜΕΡΑ 6. Περί τής ύστερης ώρας τής ζωής.
Α΄. Εις εκείνην τήν ώραν θέλει χωρισθή η ψυχή από τό σώμα καί από τάς τρυφάς.
Β΄. Εις εκείνην τήν ώραν θέλουν λάβει τέλος αι τιμαί, τά πλούτη καί οι φίλοι.
Γ΄. Ημπορώ εις εκείνην τήν στιγμήν νά κολασθώ άν αυτή είναι η ύστερη, τί θέλει είναι δι εμέ; Ώ στιγμήν από τήν οποίαν κρέμεται η αιώνιος ζωή! ιόρισε κάθε ημέραν νά εξετάζης τήν συνείδησίν σου, κάν εις τήν εσπέραν καί έχε ευλάβειαν εις τόν Άγγελον τόν φύλακά σου.
ΗΜΕΡΑ 7. Περί τής ευτέρας Παρουσίας.
Α΄. Εις τήν ώραν τού θανάτου μου, θέλει γίνη κριτήριον διά λόγου μου, εις τό οποίον μου φαίνεται πώς βλέπω επάνω από τήν κλίνην μου τόν εαυτόν μου κρινόμενον.
Β΄. Εις τήν αριστεράν βλέπω τόν διάβολον όπου γελά, καί ανοίγει έμπροσθέν μου ένα μεγάλο βιβλίον διά νά αναγνώσω εις εκείνο γεγραμμένα ξεκαθαριστά όλα τά αμαρτήματα τής ζωής μου.
Γ΄. Εις τήν δεξιάν βλέπω τόν Άγγελον τόν φύλακά μου, ο οποίος στέκει αναγνώθοντας εις ένα μικρό βιβλίον, εκείνο τό ολίγον καλόν όπου έκαμνα καί μέ λυπηρόν βλέμμα μού παρουσιάζει αυτό εις τά ομμάτιά μου ώ ποία παρουσία! Ώ ποία θεωρία! Ώ ποίος φόβος! ΙΙαρακάλεσε τόν Κύριον νά σέ φυλάττη, διά νά μή Τόν παροργίσης πλέον καί διά νά λάβης καλόν θάνατον.
ΗΜΕΡΑ 8. Περί τής στάσεως τής ψυχής μετά τόν θάνατον.
Α΄. Άν είναι η ψυχή διά τήν μακαριότητα, ως όλη γεμάτη από αρετάς, ευθύς θέλουν τήν συντροφεύσει μέ μεγάλην χαράν οι Άγγελοι καί τί λογής χαράν θέλει είναι εκείνην;
Β΄. Άν η ψυχή είναι διά τήν κόλασιν, ως γυμνή από κάθε αρετήν, θέλει τραβηχθή ευθύς από τούς δαίμονας αλλά από ποίους έχω νά τραβηχθώ εγώ; Καί εις ποίον τόπον έχω νά σταθώ;
Γ΄. Άν η ψυχή καταδικασθή εις τόν άδην αλλοίμονον! Ποίος νά παραστήση τήν δεινότητα τής φυλακής εκείνης, εις τήν οποίαν έχει νά μείνη έως εις τήνευτέραν Παρουσίαν, διά νά λάβη τήν τελείαν κόλασιν; Εις ταύτην τήν εσπέραν μετά τήν εξέτασιν τής συνειδήσεώς σου, στοχάσου τήν περασμένην σου ζωήν καί συμπέρανε ποία στάσις σού πρέπει καί πρίν νά υπάγης εις τήν κλίνην σου παρακάλεσε τόν Κύριον νά σέ λυτρώση από τήν αιώνιον κόλασιν.
ΗΜΕΡΑ 9. Περί τής καταστάσεως τού σώματος μετά τόν θάνατον.
Α΄. Στοχάσου πώς έχει νά γίνη μετά θάνατον τό λείψανόν σου κίτρινον, άμορφον, βρωμερόν καί άσχημον δέν βλέπει, δέν ομιλεί, δέν ακούει χωρίς κίνησιν, χωρίς αίσθησιν, χωρίς καμμίαν ενέργειαν.
Β΄. Πού τό φέρουν; Εις τήν Εκκλησίαν, συντροφιασμένον από ιερείς, οι οποίοι μετά ολίγας ευχάς, τό αφήνουν διά νά ενταφιασθή εις τό κοινοταφείον καί νά βαλθή μέσα εις τό χώμα, διά νά σαπή καί νά καταφαγωθή από τούς σκώληκας. Καί τέτοιον βρωμερόν σώμα τό κολακεύω εγώ μέ τόσας τρυφάς;
Γ΄. Καί μετά τήν ταφήν τί θέλει ακολουθήσει; Θέλει εξαλειφθή από τάς ενθυμήσεις καί φαντασίας τών ανθρώπων καί νά λησμονηθή τόσον, ωσάν νά μήν εστάθη παντελώς εις τόν κόσμον. Ενθυμήσου πώς τελειώνει όλη η ματαιότης τού κόσμου καί εκείνο τό σώμα τό τόσον χαϊδευμένον, διά τό οποίον τόσον εξοδεύομεν, έχει νά σαπίση όλον. Καί λοιπόν μίσησε τάς σωματικάς αναπαύσεις καί άφες τάς ματαιότητας.
ΗΜΕΡΑ 10. Περί ζωής κριθησομένης.
Α΄. Έως εγώ ζώ καί κάμνω καλά ή κακά, γράφω ταύτα ωσάν εις βιβλίον, τό οποίον έχει νά αναγνωσθή μίαν ημέραν ήγουν έχουν νά αναγνωσθούν τότε τά κακά όπου δέν έπρεπε νά κάμνω καί έκαμνα.
Β΄. Έχουν νά αναγνωσθούν τά καλά όπου ημπορούσα νά κάμνω καί δέν έκαμνα.
Γ΄. Εις όλον τό ύστερον έχει νά μού δοθή η τελευταία απόφασις· καί ποίας οποίαν ετοιμάζω μέ τάς πράξεις μου. ός μίαν ματιάν εις τήν περασμένην σου ζωήν καί στοχάσου τάς αμαρτίας σου καί πόσα καλά δέν έκαμνες διά πολιτικάς ή άλλας αιτίας καί μίσησε κάθε κακόν όπου έκαμνες καί αποφάσισε νά ζήσης από τού νύν καί εις τό εξής μίαν ζωήν ενάρετον.
ΗΜΕΡΑ 11. Περί μετανοίας.
Α΄. Εάν ήμαρτον, έχω χρέος νά μετανοήσω δέν είναι έτσι; Αλλά πότε έχω νά μετανοήσω; Ύστερα από τόν θάνατον; Είναι αδύνατον, διότι δέν έχω πλέον καιρόν.
Β΄. Εις τόν καιρόν τού θανάτου; Είναι δυσκολώτατον, διότι τότε έχω ολίγον καιρόν καί είμαι καί βεβαρημένος από τήν ασθένειαν.
Γ΄. Άλλος καιρός δέν είναι εις τήν εξουσίαν μου, πάρεξ τό παρόν λοιπόν πρέπει νά μετανοήσω τώρα ευθύς, διότι μετά ταύτα ενδέχεται νά μή μετανοήσω. Προσπάθησε κάθε εσπέραν νά μετανοής καί νά ζητής συγχώρησιν από τόν Θεόν δι όσα κακά έργα έκαμνες δι όσα λόγια κακά ελάλησες· καί δι όσους κακούς λογισμούς εσυλλογίοθης καί σπούδασε νά τά εξομολογηθής όλα εις τόν πνευματικόν σου καί νά κάμνης τόν κανόνα τους.
ΗΜΕΡΑ 12. Περί τής τελευταίας Κρίσεως.
Α΄. Όλα τά σημεία όπου έχουν νά γίνουν εις τήν μέλλουσαν κρίσιν, καθώς τά σημειώνουν αι Θείαι Γραφαί, θέλουν είναι ταύτα ο ήλιος σκοτινιασμένος· η σελήνη αιματώδης ως από μαύρον αίμα οι αστέρες πίπτοντες η θάλασσα ηχούσα η γή ανοίγουσα βαθυτάτας φάραγγας σεισμοί φοβεροί πόλεμοι φρικτοί καί άλλα πολλά.
Β΄. Η κρίσις θέλει έλθη αιφνιδίως, όταν κανείς δέν τό λογιάζη όταν οι άνθρωποι αμαρτάνουν όταν δέν είναι πλέον καιρός νά μετανοήσουν καί νά διορθωθούν.
Γ΄. Μέ φόβον μέγαν θέλει βρέξει από τόν ουρανόν ένα πύρ, όπου θέλει ρουφήσει εις τάς φλόγας του καί ανθρώπους καί ζώα καί φυτά καί χώρας καί ακροπόλεις καί όλον τόν κόσμον ώ ποίος εμπρησμός! Άν μέλλουν νά έχουν τόσον φόβον τά αναίσθητα κτίσματα, πόσον άραγε θέλουν νά έχουν οι αμαρτωλοί; Τρείς πράξεις πρέπει νά κάμνης εις ταύτην τήν μελέτην α΄. φόβον τής Θείας ικαιοσύνης β΄. συντριβήν καί μετάνοιαν διά τάς αμαρτίας σου γ΄. δέησιν ταπεινήν εις τήν Θείαν Ευσπλαγχνίαν.
ΗΜΕΡΑ 13. Περί τής αναστάσεως τών νεκρών.
Α΄. Εις τήν φοβεράν φωνήν τών Αγγελικών σαλπίγγων θέλει αναστηθή τούτο μου τό κορμί από εκείνον τόν ίδιον τόπον όπου κείτεται τεθαμμένον.
Β΄. Θέλει κραχθή η ψυχή μου από όθεν ευρίσκεται, διά νά ενωθή δεύτερον μέ τό κορμί μου.
Γ΄. Θέλει είναι αθάνατον τό κορμί μου ομού μέ τήν ψυχήν μου αλλά ποίαν αθανασίαν μέλλουν νά έχουν; Ή αθλίαν διά τάς αμαρτίας όπου έπραξα, ή μακαρίαν διά τήν μετάνοιαν όπου έδειξα καί διά τάς αρετάς όπου έκαμνα. Μεταχειρίσου κάποιαν νηστείαν καί εγκράτειαν, ή άλλην καμμίαν σκληραγωγίαν καί άν δύνασαι δώσε καί ελεημοσύνην διά νά σού χαρίση ο Θεός ένα αληθινόν εσωτερικόν πόνον μετανοίας καί κατανύξεως διά τάς αμαρτίας σου.
ΗΜΕΡΑ 14. Περί τής ελεύσεως τού Χριστού.
Α΄. Θέλει έλθη ο Ιησούς Χριστός θριαμβευτής μέ τόν Σταυρόν Του, συντροφευμένος από μυριάδας Αγγέλων, έχων κοντά Του τήν Υπεραγίαν Μητέρα Του, περικυκλωμένος από τούς Αποστόλους καί όλους τούς Αγίους φοβερός, ένδοξος, καθήμενος επάνω τών νεφελών. Καί ως Πλάστης θέλει μού ζητήσει λογαριασμόν διά τόσας χάριτας καί μέσα, τά οποία μού έδωκεν διά νά σωθώ καί εγώ ο αχάριστος τά εμεταχειρίσθηκα κακώς.
Β΄. Ως δέ πατήρ θέλει μού ζητήσει λογαριασμόν διά τήν τόσην αγάπην όπου μού έδειξε καί εγώ τόσον αχαρίστως Τού ανταπεκρίθηκα.
Γ΄. Ως Σωτήρ δέ θέλει μού ζητήσει λογαριασμόν διά τόσον αίμα όπου δι εμέ έχυσε καί εγώ ωσάν νά ήμουν ένα ζώον άλογον τόσας φοράς τό εκαταπάτησα. Μετά τήν μελέτην τούτων τών τριών αληθειών ειπέ μέ πόνον τής καρδίας σου τόν ς΄. ψαλμόν τού αβίδ, ή καμμίαν άλλην κατανυκτικήν ευχήν.
ΗΜΕΡΑ 15. Περί τής φανερώσεως τής συνειδήσεως εν τή μελλούση κρίσει.
Α΄. Από όλας τάς αμαρτίας μου ουδεμία θέλει κρυφθή τότε, ή νά σιωπηθή αλλά όλαι θέλουν φανερωθή όλαι θέλουν αναγνωσθή όλοι θέλουν τάς ακούσει καί τί λογής σύγχυσις καί καταισχύνη θέλει είναι τότε η ιδική μου;
Β΄. Πόσαι αμαρτίαι κρυφαί έχουν τότε νά φανερωθούν, τάς οποίας ουδέ εγώ ο ίδιος ήξευρα; Πόσαι κακίαι εσωτερικαί όπου δέν τάς εστοχάσθηκα; Καί ποίαν πρόφασιν έχω νά ειπώ τότε δι αυτάς;
Γ΄. Ο Θεός θέλει βάλει τότε από τό ένα μέρος τάς ευεργεσίας καί χάριτας όπου μού έκαμνε καί από τό άλλο μέρος τάς αμαρτίας μου καί τήν κακήν μεταχείρισιν όπου έκαμνα εις τά μυστήρια εις τό Άγιόν Του σώμα καί αίμα, εις τάς εμπνεύσεις καί τούς φωτισμούς όπου μού έστειλε καί εις όλας τάς άλλας Του χάριτας καί λοιπόν ποίος φόβος καί ποία απελπισία έχουν νά μέ περιβάλουν τότε; Αναχώρησε σήμερον κάν δί ολίγην ώραν εις ένα ήσυχον τόπον καί εξέτασε καλά τήν συνείδησίν σου, όχι μόνον διά τά εσωτερικά πάθη, αλλά καί διά τάς εξομολογήσεις όπου έκαμνες καί όσας αμαρτίας έχεις ανεξομολογήτουςς, πήγαινε εις τόν πνευματικόν σου διά νά τάς εξομολογηθής καί νά διορθωθής κατά πάντα.
ΗΜΕΡΑ 16. Περί τού χωρισμού τών δικαίων καί τών αμαρτωλών.
Α΄. Εις ταύτην τήν ζωήν κατοικούν ομού αθώοι καί πταίσται, δίκαιοι καί αμαρτωλοί καί μετά τόν θάνατον ακόμη ομού θάπτονται αλλά τότε έχουν νά χωρισθούν από τούς Αγγέλους οι δίκαιοι από τούς αμαρτωλούς καί εις μέν τήν δεξιάν θά είναι οι δίκαιοι καί ίσως εκείνοι, τούς οποίους εγώ επεριγελούσα εδώ εις τόν κόσμον.
Β΄. Εις δέ τήν αριστεράν οι αμαρτωλοί καί ίσως εκείνοι μέ τούς οποίους εγώ ήμαρτον.
Γ΄. Εγώ δέ εις ποίον μέρος άρά γε έχω νά ευρεθώ; Έχε ευλάβειαν εις τούς αγγέλους καί μάλιστα εις τόν φύλακά σου καί παρακάλει Τον νά σέ χωρίση εκείνην τήν ημέραν από τούς αμαρτωλούς καί νά σέ φέρη εις τήν δεξιάν τού Ιησού καί υποτάξου τώρα εις τάς εμπνεύσεις όπου σού δίδει διά τήν αρετήν .
ΗΜΕΡΑ 17. Περί τής τελευταίας αποφάσεως.
Α΄. Αφού χωρισθούν οι αμαρτωλοί από τούς δικαίους, θέλει κάμνει ο Ιησούς Χριστός τήν απόφασιν, η οποία θέλει είναι διά πάντα στερεάν καί απαρασάλευτος.
Β΄. Απόφασις, η οποία θέλει βαλθή ευθύς εις πράξιν.
Γ . Απόφασις, η οποία θέλει δοθή μίαν φοράν διά πάντα. Αιωνία κατάρα εις όποιον ήμαρτε καί δέν θέλει νά μετανοήση καί νά διορθωθή. Αιωνία ευλογία εις όποιον δέν ήμαρτε, ή μετά τήν αμαρτίαν εμετανόησεν καί εδιωρθώθη.
Ταπεινώσου έμπροσθεν τού Θεού, μετανόησον καί ζήτησέ Του συγχώρησιν, παρακαλώντας Τον νά σέ ελευθερώση από τήν καταδίκην εκείνην.
ΗΜΕΡΑ 18. Περί τής τιμής τού Κυρίου.
Α΄. Τόσον αξίζει μία στιγμή τού καιρού, όσον αξίζει όλος ο καιρός διότι μία ψυχή όπου υστερήθη τόν Θεόν διά τήν αμαρτίαν, εις μίαν μόνην στιγμήν καιρού ημπορεί νά τόν κερδίση. Όθεν εσύ ειπέ εις τόν εαυτόν σου. Πόσον καλόν ημπορώ νά κάμνω εις ταύτην τήν ημέραν καί δέν τό ενεργώ;
Β΄. Αύτη η ημέρα περνά καί πλέον δέν έρχεται.
Γ΄. ιά ταύτην τήν ημέραν έχω νά δώσω λογαριασμόν καί δέν εγνοιάζομαι; Έτσι θέλει είναι καί διά κάθε στιγμήν τής ζωής μου. Αλλοίμονον εις εμέ, άν μεταχειρισθώ τούτον τό καιρόν εις τό κακόν. Σήμερον στοχάσου νά κάμνης κέρδος πνευματικόν καί νά συνάξης πολύν μισθόν, μέ τό νά κάμνης πολλά έργα θεάρεστα μεταχειρίσου όλας τάς αιτίας τών αρετών όπου δύνασαι εις κάθε σου πράξιν. Λόγου χάριν εις τήν Θείαν Λειτουργίαν, ποίησον πράξεις λατρείας, πίστεως, ευχαριστίας, δι αγάπην, δι υποταγήν καί τά όμοια.
ΗΜΕΡΑ 19. Περί τής κολάσεως.
Α΄. Τί είναι η κόλασις; Είναι μία φυλακή όλη σκότος, όπου ζούν οι κολασμένοι μέ αλύσεις, χωρίς ελπίδα ελευθερίας.
Β΄. Είναι μία κατοικία όλη πύρ, όπου πάντοτε ανάπτει καί ποτέ δέν σβήννεται.
Γ΄. Είναι τόπος όλων τών τιμωριών, όπου είναι πάντοτε όλαι αι ποιναί καί όπου ποτέ δέν ευρίσκεται καμμία ανάπαυσις. Μετανόησον σήμερον διά τάς αμαρτίας σου, ενθυμούμενος τάς τιμωρίας τής κολάσεως, τάς οποίας έπρεπε τώρα νά δοκιμάσης άν δέν ήθελε νά σέ ευσπλαγχνισθή ο Κύριος.
ΗΜΕΡΑ 20. Περί τής συστάσεως τών κολαζομένων.
Α΄. Τί κάνουν εις τήν κόλασιν οι κολασμένοι; Καταλαμβάνουν τήν άπειρον κακίαν τής αμαρτίας, τήν οποίαν τώρα δέν ψηφούν.
Β΄. Λαμβάνουν τήν παίδευσιν τής αμαρτίας, τήν οποίαν τώρα δέν φροντίζουν.
Γ΄. Καταρώνται τήν αιτίαν τής αμαρτίας, τήν οποίαν τώρα δέν φεύγουν ώ αθλία ζωή τών κολασμένων! Οι οποίοι ήτο καλλίτερον νά επήγαιναν εις τό μή όν, παρά νά είναι καί νά κολάζονται. Φεύγε κάθε αιτίαν όπου σέ κάμνει νά πέσης εις τήν αμαρτίαν. Πρόσφερε εις τόν Θεόν όλον τό ιδικόν σου θέλημα καί υποταξέ το εις τό ιδικόν Του καί παρακάλεσε τόν Θεόν καί τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον νά σέ λυτρώσουν από τήν αμαρτίαν, ήτις είναι αιτία τής κολάσεως.
ΗΜΕΡΑ 21. Περί τού αβεβαίου τής σωτηρίας.
Α΄. Εγώ είμαι ένοχος κολάσεως επειδή ήμαρτον καί δέν ηξεύρω βέβαια άν ο Θεός μού εσυγχώρησε τάς αμαρτίας μου.
Β΄. Ημπορώ νά υπάγω εις τήν κόλασιν άν δέν μετανοήσω καί δέν ηξεύρω βέβαια άν μετανοήσω καί άν αντισταθώ εις τάς αιτίας τής αμαρτίας.
Γ΄. Θέλω υπάγει εις τήν κόλασιν άν δέν αλλάξω ζωήν καί άν δέν κάμνω καρπούς μετανοίας καί δέν ηξεύρω βέβαια άν αλλάξω ζωήν πρίν αποθάνω. Άχ! Εάν μετά τήν εξομολόγησιν από κακήν μου έξιν μεταπέσω μέ μίαν εσωτερικήν συγκατάθεσιν εις εκείνην τήν αμαρτίαν, τήν οποίαν τόσας φοράς έκαμνα, τί θέλει είναι δι εμέ; Κάμε μίαν στερεάν απόφασιν νά μήν αμαρτήσης ποτέ. ιορθώσου από εκείνην τήν αμαρτίαν, η οποία σού είναι εύκολη νά τήν κάμνης, καί κλίνει καί η θέλησίς σου ότι αυτή σού κάμνει πλέον αβέβαιον τήν σωτηρίαν σου.
ΗΜΕΡΑ 22. Περί τού αριθμού τών κολαζομένων.
Α΄. Είναι εύκολον νά κολασθώμεν, ότι η στράτα τής κολάσεως είναι πολύ πλατεία καί πολλοί υπάγουν δι εκείνης, καθώς λέγει ο Χριστός.
Β΄. Είναι δύσκολον νά σωθώμεν διότι η θύρα τού Παραδείσου είναι πολύ στενή καί ολίγοι είναι εκείνοι όπου εμβαίνουν δι αυτής, ως λέγει ο Χριστός.
Γ΄. Απ’ αρχής κόσμου έως τώρα οι περισσότεροι εκολάσθησαν, ως λέγουν οι Πατέρες καί οι περισσότεροι ακόμη θέλουν κολασθή λοιπόν εγώ τί στοχάζομαι διά λόγου μου; Πρέπει νά αγωνίζεσαι νά ομοιάζης μέ τούς ολίγους καί εκλεκτούς, πάρεξ μέ τούς πολλούς καί κατακριτούς.
ΗΜΕΡΑ 23. Περί τής εξομολογήσεως ενός κολασμένου.
Α΄. Κάθε κολασμένος έτσι έχη νά λέγη· ο Θεός έκαμνε πολλά διά νά μέ σώση· πόσας ευεργεσίας τής φύσεως καί τής χάριτος μου έκαμνε διά νά μέ υποχρεώση νά τόν αγαπώ; Πόσας εμπνεύσεις, πόσους φωτισμούς, πόσα μυστήρια μου έδωκε διά νά μέ μεταφέρη εις τήν οδόν τής σωτηρίας; Μέ επαρηγόρησε μέ τόσας επαγγελίας· μέ εφόβισε μέ τόσους φοβερισμούς μέ εκαρτέρησε τόσον καιρόν εις μετάνοιαν, αλλά όλα εις μάτην έγιναν διά τήν σκληροκαρδίαν μου λοιπόν δικαίως κολάζομαι.
Β΄. Εγώ ημπόρουν μέ ολίγον νά σωθώ άν έκοπτα απ αρχής εκείνην τήν αιτίαν τής αμαρτίας άν έστεκα σταθερός εις έκείνην τήν απόφασιν όπου έκαμνα νά μήν αμαρτήσω. Μία γενναία απόφασις μία καθολική εξομολόγησις μία συντετριμμένη μετάνοια μέ έβανεν εις τόν ουρανόν.
Γ΄. Ηθέλησα δι ένα τίποτε νά κολασθώ καί διά μίαν ηδονήν μιάς στιγμής είμαι εδώ καί δοκιμάζω αιωνίως τιμωρίας μέ τά όμματα ανοικτά εγκρεμνίσθηκα εις μίαν άβυσσον από φλόγας καί τούτο μέ δικαιοσύνην εις ποινήν τών συμβουλών όπου μού έκαμναν οι πνευματικοί καί τών ελεγμών τής συνειδήσεώς μου καί τής ευσπλαγχνίας καί υπομονής τού Θεού, εις τά οποία όλα δέν ηθέλησα νά υπακούσω. Πρόφθασε νά εξομολογηθής όλας σου τάς αμαρτίας καί νά μετανοήσης καθώς πρέπει, διά νά γλυτώσης από εκείνην τήν ανωφελή εξομολόγησιν καί μετάνοιαν τών κολασμένων.
ΗΜΕΡΑ 24. Περί τής αιωνίου κολάσεως.
Α΄. Η κόλασις είναι, τό νά υστερηθή τινάς τόν Θεόν διά πάντα.
Β΄. Είναι τό νά καίεται τινάς μέσα εις τό πύρ διά πάντα.
Γ΄. Είναι τό νά απελπίζεται τινάς διά πάντα χωρίς θεραπείαν ώ τί ανυπόφορος είναι τούτο τό πάντοτε! Ώ τί ανυπόφορος είναι αύτη η αιωνιότης! Ευχαρίστησε τόν Κύριον όπου σέ ηλέησε καί σού έδωκε καιρόν μετανοίας καί παρακάλεσέ Τον νά σού εντυπώση εις τήν ενθύμησιν αυτήν τήν αιωνιότητα τής κολάσεως διότι αυτή μόνη είναι αρκετή νά σέ σωφρονίση.
ΗΜΕΡΑ 25. Περί τής αναβολής τού καιρού.
Α΄. Ήμαρτον λοιπόν ή κόλασις, ή μετάνοια καί αμαρτάνω ακόμη; Καί ζώ ευχαριστημένος μέ τήν ελπίδα πώς έχω νά μετανοήσω; Άχ! Αλλά ποίος μέ βεβαιώνει πώς έχω νά τό επιτύχω; Ποίος μέ βεβαιώνει πώς θά έχω καιρόν νά μετανοήσω;
Β΄. Καί άν λάβω καιρόν, άραγε θά έχω τόν τρόπον καθώς πρέπει νά μετανοήσω;
Γ΄. Καί άν μετανοήσω, ποίος ηξεύρει άν μεταπέσω πάλιν εις τήν αμαρτίαν; Στοχάσου πώς ο Θεός σού δίδει τούτον τόν καιρόν, διά νά τόν μεταχειρισθής εις δόξαν Του καί εις σωτηρίαν τής ψυχής σου καί μή χάνης από Αυτόν ουδέ μίαν ώραν.
ΗΜΕΡΑ 26 . Περί τού Παραδείσου.
Α΄. Εμβαίνοντας εις τόν Παράδεισον θά έχω ευθύς όλα τά αγαθά χωρίς κανένα κακόν θέλω χαρεί χωρίς καμμίαν ενόχλησιν ώ πόσον μεγάλη θέλει είναι η παρηγορία μου! Η χαρά μου! Η ευφροσύνη μου!
Β΄. Όλα τά καλά θά έχω τότε καί θά χαίρομαι εις τήν συντροφίαν τού Ιησού μου, τής Υπεραγίας Θεοτόκου, τών Αγγέλων καί τών Αγίων ώ καί τί ένδοξος καί ωραία συντροφιά όπου θέλει είναι η ιδική μου!
Γ΄. Θά χαίρομαι αιωνίως χωρίς κίνδυνον νά χάσω ποτέ μίαν τοιαύτην χαράν ώ χαρά ανεκδιήγητος! Εις κάθε σου λύπην καί χαράν, λέγε. Παράδεισε,Παράδεισε, πότε νά σέ απολαύσω; Καί εις σύγκρισιν τού Παραδείσου, θέλεις μάθη νά καταφρονής όλα τά αγαθά τής γής καί νά υπομένης θεληματικώς όλας τάς δυστυχίας καί τά πάθη.
ΗΜΕΡΑ 27. Περί τής στράτας τού Παραδείσου.
Α΄. ύο είναι μοναχά αι στράται τού Παραδείσου, η αθωότης καί η μετάνοια λοιπόν εγώ εφύλαξα έως τώρα τήν αθωότητα τού βαπτίσματος; Όχι διότι τήν υστερήθην καί τήν εμόλυνα μέ τόσας αμαρτίας.
Β΄. Άλλά δι αυτάς τάς αμαρτίας μετενόησα ποτέ καθώς πρέπει; Έκαμνα καμμίαν σκληραγωγίαν; Άχ! Μάλιστα έφυγα πάντοτε κάθε θλίψιν καί εζήτησα τάς τρυφάς καί απολαύσεις τού σώματός μου.
Γ΄. Θέλω νά έμβω εις τόν Παράδεισον ναί αλλά από ποίαν στράταν πρέπει νά έμβω; ιά μιάς από ταύτας τάς δύο, ή διά τής αθωότητος ή διά τής μετανοίας. ιά τής αθωότητος δέν ημπορώ, διά τής μετανοίας δέν θέλω πώς λοιπόν έχω νά σωθώ καί ν’ απολαύσω τόν Παράδεισον; Θεώρησε τόν ουρανόν καί συλλογίσου λέγων ιδού πού έχω νά σταθώ δι όλους τούς αιώνας, ανίσως καί μετανοήσω, καθώς πρέπει.
ΗΜΕΡΑ 28. Περί τής αποκτήσεως τού Παραδείσου.
Α΄. Ολίγον ζητεί από εμέ ο Θεός διά νά μού δώση τόν Παράδεισον φθάνει νά φυλάξω τόν νόμον Του νόμον ευκολώτατον, νόμον δικαιότατον νόμον γλυκύτατον.
Β΄. Τούτο τό ολίγον όπου ζητεί ο Θεός, τό βοηθεί μέ τήν χάριν τών εμπνεύσεών Του, μέ τήν αξίαν Του, μέ τήν δύναμιν τών παραδειγμάτων Του.
Γ΄. Τούτο τό ολίγον ο Θεός τό ανταποδίδει μέ αιώνιον βραβείον ολίγας θλίψεις καί στενοχωρίας, μέ αιώνιον καί παντοτεινήν χαράν ολίγους κόπους, μέ αιώνιον μισθόν ολίγα πάθη, μέ αιώνιον δόξαν. Λοιπόν δικαίως έχεις νά κολασθής ανίσως καί διά τόσον ολίγον αμελήσης καί χάσης τόν Παράδεισον.
ΗΜΕΡΑ 29. Περί τής μετά τήν ανάστασιν αθανασίας τής ψυχής καί τού σώματος.
Α΄. Κάθε άνθρωπος έχει νά υπάγη εις ένα τόπον τής άλλης ζωής, μένοντας αθάνατος κατά τήν ψυχήν καί τό σώμα, ή εις τόν Παράδεισον ή εις τήν κόλασιν Τούτον τόν τόπον κάθε ένας τόν ετοιμάζει από ταύτην τήν ζωήν, ή μέ τά καλά έργα ή μέ τά κακά.
Β΄. Ο διάβολος μέ ολίγην ηδονήν καί απόλαυσιν προσωρινήν, μέ καλεί διά νά βάλω τήν αθανασίαν μου εις τήν κόλασιν καί συντρέχω.
Γ΄. Ο Κύριος μού φωνάζει νά βάλω μέ ολίγην μετάνοιαν τήν αθανασίαν μου εις τόν Παράδεισον καί δέν συντρέχω ώ πόσον μωρός! Ώ πόσον άγνωστος είμαι εγώ! Σήμερον στοχάσου συχνάκις τήν αθανασίαν σου καί διά νά τήν λάβης ευτυχή εις τόν Παράδεισον, βάλε μεσίτην εις τόν Θεόν τήν Υπεραγίαν Θεοτόκον.
ΗΜΕΡΑ 30. ΙΙερί τής αποκρίσεως όπου δίδει η συνείδησις τού καθενός.
Α΄. Ερωτώ τήν συνείδησίν μου διά ποίον τέλος ο Θεός μέ έβαλεν εις τόν κόσμον; Καί μού αποκρίνεται, ότι μέ έβαλε, διά νά σωθώ.
Β΄. ΙΙόσα μέσα μού έδωκεν διά νά σωθώ; Η συνείδησίς μου αποκρίνεται, ότι μού έδωκεν άπειρα κατά φύσιν καί κατά χάριν.
Γ΄. Τί έκαμνα εγώ έως τώρα διά νά σωθώ; Η συνείδησίς μου αποκρίνεται, ότι έκαμνα τό χειρότερον όπου ήτο δυνατόν καί ωσάν νά εγεννήθηκα εις τόν κόσμον διά νά κολασθώ. Εξομολογήσου αδελφέ, κατάκρινε τό κακόν όπου έκαμνες καί αποφάσισε νά ζήσης κατά τάς Εντολάς τού Κυρίου· διότι η ώρα αύτη ενδέχεται νά είναι η ύστερη ώρα τής ζωής σου καί πρόσφερε όλον τόν εαυτόν σου εις τόν Θεόν μέ τάς δυνάμεις τής ψυχής σου καί μέ τάς αισθήσεις τού σώματός σου.